- γαληνίους
- γαλήνιοςmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ειδύλλιο — Όρος ο οποίος αρχικά αντιστοιχούσε στο σύντομο ποίημα. Από το περιεχόμενο του μεγαλύτερου μέρους των Ειδυλλίων του Θεόκριτου (3ος αι. π.Χ.), στη συνέχεια του Μόσχου (2ος αι. π.Χ.) και κατόπιν του Βίωνα (1ος αι. π.Χ.), που ήταν κυρίως βουκολικό,… … Dictionary of Greek
Αχμάτοβα, Άννα Αντρέγεβνα — (Οδησσός 1889 – Μόσχα 1966). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο της Ρωσίδας ποιήτριας Α. Α. Γκορένκο. Προσχώρησε το 1912 στην ομάδα των ακμεϊστών, οι οποίοι, αντίθετοι στον συμβολισμό, αναζητούσαν μια ανανεωμένη σαφήνεια στην ποίηση, με το να αποδέχονται,… … Dictionary of Greek